- πιλητος
- πιλητόςπῑλητός31) сделанный из валяной шерсти, войлочный
(κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.)
2) сжимаемый(σώματα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κτήματα Plat.; φοινικίδες Diod.)
(σώματα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πιλητός — ή, όν, Α [πιλώ (Ι)] 1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση 2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός … Dictionary of Greek
πιλητά — πιλητός made of felt neut nom/voc/acc pl πιλητά̱ , πιλητός made of felt fem nom/voc/acc dual πιλητά̱ , πιλητός made of felt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητῶν — πιλητός made of felt fem gen pl πιλητός made of felt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητόν — πιλητός made of felt masc acc sg πιλητός made of felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιληταί — πιλητός made of felt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητοῖς — πιλητός made of felt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητοῦ — πιλητός made of felt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητούς — πιλητός made of felt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απίλητος — ἀπίλητος, ον (Α) ο ασυμπίεστος, ο ελαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιλητός < πιλώ «συμπιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek
ευπίλητος — εὐπίλητος, ον (Α) αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)] … Dictionary of Greek
πιλητικός — ή, όν, Α [πιλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση 2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική η τέχνη τού πιλητή … Dictionary of Greek